- ἐμβαλοῦσα
- ἐμβάλλωthrow inaor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)ἐμβάλλωthrow infut part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐμβαλούσας — ἐμβαλούσᾱς , ἐμβάλλω throw in aor part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἐμβαλούσᾱς , ἐμβάλλω throw in aor part act fem gen sg (doric) ἐμβαλούσᾱς , ἐμβάλλω throw in fut part act fem acc pl (attic epic doric) ἐμβαλούσᾱς , ἐμβάλλω throw… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβαλοῦσ' — ἐμβαλοῦσα , ἐμβάλλω throw in aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἐμβαλοῦσα , ἐμβάλλω throw in fut part act fem nom/voc sg (attic epic doric) ἐμβαλοῦσι , ἐμβάλλω throw in aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… … Dictionary of Greek